- λαχνώδης
- λαχν-ώδης, ες,A = λαχνήεις, λαχνῶδες οὖδας χλόης the ground downy with grass, E.Cyc.541; gloss on v.l. ἔγχνοα in Nic.Th.762.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχνώδης — λαχνώδης, ώδες (Α) [λάχνη] χνουδωτός … Dictionary of Greek
λαχνώδη — λαχνώδης downy with neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λαχνώδης downy with masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λαχνώδης downy with masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνῶδες — λαχνώδης downy with masc/fem voc sg λαχνώδης downy with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριοειδής — ές, ΝΜΑ 1. ο όμοιος με το χόριο 2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας τού οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ» ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο τού οφθαλμού και… … Dictionary of Greek